- μειλιχομειδής
- μειλιχομειδής, -ές (ΑM)αυτός που χαμογελά με μειλίχιο, γλυκό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + -μειδής (< μειδιώ), πρβλ. φιλο-μειδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειλιχόμειδος — και αιολ. τ. μελλιχόμειδος, ον (Α) ο μειλιχομειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μειλιχομειδής κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek